πάγκος, ο κ. μπάγκος, ο, ουσ. [<ιταλ. banco], ο πάγκος. 1. ειδικά διαμορφωμένος χώρος του μπαρ, όπου κάθονται οι πελάτες για να πιουν: «ακούμπησαν με τους αγκώνες τους στον πάγκο και παράγγειλαν από ένα ουί». Ο πάγκος λέγεται και μπαρ. 2. ειδικό επίμηκες τραπέζι, όπου οι μικροπωλητές των λαϊκών αγορών τοποθετούν τα εμπορεύματά τους: «σήμερα οι πάγκοι της αγοράς ήταν γεμάτοι ζαρζαβατικά». 3. αμμώδης ή βραχώδης έκταση ανυψωμένου βυθού της θάλασσας, που δε φαίνεται και δεν επιτρέπει την πλεύση των σκαφών, η ξέρα, ο ύφαλος: «στα δεξιά του μυχού υπάρχει ένας πάγκος, που τον αποφεύγουν όλοι οι ναυτικοί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο χώρος όπου κάθονται οι αναπληρωματικοί παίχτες καθώς και αυτοί οι ίδιοι οι αναπληρωματικοί παίχτες: «όποιος δεν είναι σε φόρμα, ο προπονητής τον κρατάει στον πάγκο || με την επίτευξη του γκολ όλος ο πάγκος πετάχτηκε όρθιος και ζητωκραύγαζε». Υποκορ. παγκάκι, το (βλ. λ.)·
- έχει βαθύ πάγκο, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) η ομάδα για την οποία γίνεται λόγος έχει πολλούς και ικανούς αναπληρωματικούς παίχτες: «ο προπονητής μπορεί να κάνει διάφορες αλλαγές στο παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας έχει βαθύ πάγκο»·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. φρ. έχει βαθύ πάγκο· 
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) α. θα σε τιμωρήσω σκληρά, θα σε εκδικηθώ: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά θα ’ρθει καιρός που θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου». β. λέγεται στην περίπτωση που μας αρνείται κάποιος τη βοήθειά του και τον προειδοποιούμε πως, αν φτάσει και αυτός στην περίπτωση να ζητήσει τη βοήθειά μας, θα του συμπεριφερθούμε με τον ανάλογο τρόπο: «μια φορά σου ζήτησα κάτι και μου το αρνήθηκες, αλλά πού θα πάει, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, στην Οθωμανική Τουρκία, ένα είδος τιμωρίας ήταν να ακινητοποιούν τον ένοχο μπρούμυτα σε ένα πάγκο και να τον ξυλοκοπούν. γ. (συνήθως ως υπενθύμιση) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «αργά ή γρήγορα, κοπέλα μου, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, πολλές φορές, μετά το ξυλοκόπημα του ενόχου, έτσι όπως ήταν μπρούμυτα ακινητοποιημένος του επέβαλαν και τη σεξουαλική πράξη·
- κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, βλ. λ. κατεργάρης·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, δεν υπάρχει ευχέρεια για την παρουσίαση διαφορετικών επιλογών ή προτάσεων: «το κομμουνιστικό κόμμα κατηγόρησε τους συνομιλητές του ότι, αφού αυτοί είναι υπέρ της Ενωμένης Ευρώπης δεν έχουν να παρουσιάσουν κάποια καινούρια πρόταση, γιατί όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο»·  
- τον αφήνω στον πάγκο, (για ποδοσφαιριστές) ως προπονητής τον αφήνω έξω από την ομάδα για λόγους πειθαρχίας, ιδίως όμως επειδή βρίσκεται σε κακή αγωνιστική κατάσταση: «επειδή είχε χάσει πολλές προπονήσεις, ο προπονητής τον άφησε στον πάγκο». Συνών. τον πετώ στην κερκίδα (α).